- ανέγκλητος
- ος , ον1) юр. ненаказуемый; невиновный; 2) безупречный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνέγκλητος — without reproach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέγκλητος — η, ο (AM ἀνέγκλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογος νεοελλ. (για πράξη) μη αξιόποινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»] … Dictionary of Greek
ἀνεγκλήτως — ἀνέγκλητος without reproach adverbial ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητον — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc sg ἀνέγκλητος without reproach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτοις — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτου — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτους — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτων — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτῳ — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητα — ἀνέγκλητος without reproach neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητοι — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)